παρόλες (τις, τούς)

παρόλες (τις, τούς)
наcпроти

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σιβηρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1926. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,9 από τον Ήλιο. II (Σιμπίρ ρωσικά). Περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Στεφανόπουλος — Επώνυμο Ελλήνων πολιτικών και άλλων προσωπικοτήτων. 1. Ανδρέας. Πολιτευτής (1860 1938). Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Παρισιού. Άρχισε να πολιτεύεται το 1892 με την παράταξη του κόμματος του Χ.… …   Dictionary of Greek

  • Σαντίάγο — (Santiago). Όνομα δύο αμερικανικών πόλεων. 1. Πόλη (5.133.747 κάτ.) της κεντρικής Χιλής, πρωτεύουσα του κράτους από το 1818 και της ομώνυμης επαρχίας (15.349 τ. χλμ., 5.133.747 κάτ.). Βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Μαπότσο, παραπόταμου του… …   Dictionary of Greek

  • ονοματοποιία — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”